Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γειτόνεμα το [jitónema] Ο49 : η σχέση που δηλώνει το ρήμα γειτονεύω.
[ελνστ. γειτόνευμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] (πρβ. αρχ. γειτόνημα)]