Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γειτονιά
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γειτονία η [jitonía] Ο25 : κυρίως στην έκφραση σχέσεις καλής γειτονίας, για αρμονικές σχέσεις μεταξύ γειτονικών κρατών.

[λόγ. < αρχ. γειτονία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γειτονιά η [jitoná] Ο24 : 1. τμήμα ενός οικιστικού συνόλου με ασαφή όρια και περιορισμένο αριθμό σπιτιών, που είναι χτισμένα το ένα κοντά στο άλλο: Σε ποια ~ μένεις;· (πρβ. συνοικία). Mένουμε στην ίδια συνοικία αλλά σε άλλη ~. Ο Γιωργάκης παίζει έξω με τα παιδιά της γειτονιάς. Ο μπακάλης / το φαρμακείο της γειτονιάς. Οι λαϊκές γειτονιές της Aθήνας. 2. οι κάτοικοι μιας γειτονιάς: Mη φωνάζεις τόσο δυνατά, θα σε ακούσει όλη η ~. Mόλις μαθεύτηκε το νέο μαζεύτηκε όλη η ~. Γίναμε ρεζίλι στη ~. Mε τις φωνές της σήκωσε τη ~ στο πόδι. Nτρέπομαι τη ~.

[μσν. γειτονιά < αρχ. γειτονία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γειτονιά η· γειτονία.
  • α) Γειτονιά:
    • συχνιά περνάς καθημερνό κι απού τη γειτονιά τση (Φορτουν. Γ´ 554
  • β) γείτονες:
    • απ’ όλην σου την γειτονιάν εσύ, κυρά, έχεις χάριν (Ερωτοπ. 503).

[αρχ. ουσ. γειτονία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γειτονιάρχης ο· γειτονάρχης.
  • Ο επικεφαλής συνοικίας:
    • (Νομοκριτ. 109).

[<ουσ. γειτονία + άρχης. Η λ. τον 6. αι. (Lampe· βλ. και LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες