Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γειτονεύω [jitonévo] Ρ5.2α : 1. είμαι γείτονας με κπ. άλλο: Θα γειτονέψουμε, λοιπόν! 2. για οικοδομήματα, εκτάσεις ή περιοχές που βρίσκονται δίπλα ή συνορεύουν· γειτνιάζω: Tα σπίτια μας / τα χωράφια μας / τα χωριά μας γειτονεύουν.
[αρχ. γειτονεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γειτονεύω.
-
- Είμαι γείτονας κάπ.:
- (Ιστ. Βλαχ. 1481).
[αρχ. γειτονεύω. Η λ. και σήμ.]
- Είμαι γείτονας κάπ.: