Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γείτσες [jítses] επιφ. : (συναισθ.) ευχή σε κπ. που φταρνίζεται· γεια σου!
[πληθ. του γείτσα < *υγείτσα (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. του υγει(ά) -ίτσα και απλοπ. των δύο όμ. φων.]