Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γδύσιμο το [γδísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γδύνω. 1. αφαίρεση, βγάλσιμο ρούχων: Aργό ~, το στριπτίζ. 2. (μτφ.) α. αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία. β. άγρια οικονομική εκμετάλλευση.
[γδυσ- (γδύνω) -ιμο]