Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γδυτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γδυτός -ή -ό [γδitós] Ε1 : που έχει γδυθεί, που έχει βγάλει τα ρούχα του· (πρβ. γυμνός).

[γδύ(νω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες