Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γδούπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γδούπος ο [γδúpos] Ο18 : βαρύς και υπόκωφος κρότος: Άκουσε το γδούπο που έκανε το κορμί καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα.

[λόγ. < αρχ. γδοῦπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες