Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γδέρνω [γδérno] -ομαι Ρ αόρ. έγδαρα, απαρέμφ. γδάρει, παθ. αόρ. γδάρθηκα, απαρέμφ. γδαρθεί, μππ. γδαρμένος : 1α. αφαιρώ, βγάζω το δέρμα από ένα σκοτωμένο ζώο: Έγδαρε το λαγό για να τον μαγειρέψει. || Tο Δασκαλογιάννη τον έγδαραν οι Tούρκοι ζωντανό. ΦΡ θα σε γδάρω ζωντανό, απειλητικά. β. πληγώνω επιπόλαια το δέρμα μου: Γδάρθηκε / έγδαρα το γόνατό μου από το πέσιμο. Tου έγδαρε το πρόσωπο με τα νύχια της. || (επέκτ.) για ελαφριά φθορά μιας επιφάνειας: H καρέκλα έγδαρε τον τοίχο. Kρατούσε μια γδαρμένη βαλιτσούλα στο χέρι. 2. (μτφ.) α. ερεθίζω εσωτερικά ένα όργανο του σώματος: Tο τσιγάρο μού έγδαρε το λαιμό. || H πείνα έγδερνε τα σωθικά τους. β. αποσπώ χρήματα βάζοντας υπερβολικές τιμές· γδύνω2β: Mας έγδαρε η εφορία. Σ΄ αυτό το μαγαζί σε γδέρνουν.
[αρχ. ἐκδέρω (πρβ. δέρμα) > μσν. εγδέρνω με μεταπλ. (σύγκρ. φέρνω) και αφομ. ηχηρ. και τρόπου άρθρ. [kδ > gδ > γδ] > μσν. γδέρνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γδέρνω· εγδέρνω· εκδέρνω.
-
- 1) (Προκ. για ζώο) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω:
- εσφάξασι κι έγδειραν πλείστα ζώα (Κορων., Μπούας 25).
- 2) (Προκ. για μέρος του σώματος)
- α) ξεγδέρνω, πληγώνω:
- όταν γηράσεις και εσύ (ενν. ίππε) …, εγδέρνονται οι κουτάλες σου (Διήγ. παιδ. 787)·
- β) ερεθίζω εσωτερικά:
- το τυρίν το κρητικό να γδάρει τον λαιμόν σου (Προδρ. IV 109 χφ P κριτ. υπ).
- α) ξεγδέρνω, πληγώνω:
- 3) (Προκ. για άνθρωπο)
- α) θανατώνω γδέρνοντας:
- Ο Μεχεμέτ πασάς τον επιάσε και τον έγδειρε ζωντανό (Χρον. σουλτ. 11631)·
- β) κακοποιώ, βασανίζω:
- στο σπίτι μέσα τση Μηλιάς θα μπω να τηνε γδάρω (Φορτουν. Ε´ 365).
- α) θανατώνω γδέρνοντας:
- 4) (Μεταφ.) εκμεταλλεύομαι (οικονομικά):
- (Σαχλ., Αφήγ. 290).
- 5) (Προκ. για εικόνα) καταστρέφω την επιφάνεια:
- εικόνας έγδειρε και κατέκαυσε (Πανάρ. 8028).
- 6)
- α) Λεηλατώ:
- πίασε και το Γύργεβον να μ’ έλθει και το γδείρει (Σταυριν. 348)·
- β) καταστρέφω, καταπονώ:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 16).
- α) Λεηλατώ:
[<αρχ. εκδέρω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για ζώο) αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω: