Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γδάρσιμο το [γδársimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γδέρνω: Tο αρνί που έσφαξες θέλει ~. Είχε ένα ~ στο χέρι. || απειλητικά: Aυτός θέλει ~.
[γδαρ- (γδέρνω) -σιμο]