Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊτανόφρυδο το [γaitanófriδo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) φρύδι λεπτό και καλοσχεδιασμένο, σαν γαϊτάνι.
[γαϊτάν(ι) -ο- + φρύδ(ι) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊτανόφρυδος, επίθ.· γατανόφρυδος.
-
- Γαϊτανοφρύδης:
- κόρη γατανόφρυδη (Ερωτοπ. 137).
[<ουσ. γαϊτάνι + φρύδι. Η λ. και ο τ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ‑φρύδης)]
- Γαϊτανοφρύδης: