Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊτανοφρύδα η [γaitanofríδa] Ο25α αρσ. γαϊτανοφρύδης [γaitanofríδis] Ο11 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αυτή που έχει φρύδια λεπτά και καλοσχεδιασμένα, σαν γαϊτάνι. || (ως επίθ.): ~ κοπελιά.
[γαϊτάν(ι) -ο- + φρύδ(ι) -α· γαϊτανοφρύδ(α) -ης]