Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊτανάκι το [γ(ai)tanáki] Ο44α : χορός της Aποκριάς με μεταμφιεσμένους χορευτές που χορεύουν γύρω από ένα κάθετο κοντάρι, πλέκοντας και ξεπλέκοντας τις κορδέλες που κρέμονται από την κορυφή του: Έγινε προσπάθεια για την αναβίωση της παλιάς αθηναϊκής αποκριάς με το ~. || (μτφ.): Προεδρικό / πολιτικό ~.
[γαϊτάν(ι) υποκορ. -άκι]