Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊτάνι το [γaitáni] Ο44 : λεπτό, συνήθ. μεταξωτό, κορδόνι που σε παλαιότερες εποχές στόλιζε τα τελειώματα των ρούχων: Tη βρήκαν κι έπλεκε ολόχρυσο ~. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα με χρυσά γαϊτάνια στα μανίκια. || Φρύδια σαν ~, λεπτά και καλοσχεδιασμένα. ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί* ~· ΣYN ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί κορδόνι.
[μσν. γαϊτά νιν υποκορ. του ελνστ. *γαϊταν(όν) -ι(ο)ν (πρβ. ελνστ. γαϊετανόν, ίσως παρετυμ. προς την πόλη Caieta, Gaeta) < αραβ. hītan (πρβ. τουρκ. gaytan)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊτάνιν το· γαϊτάνι· γατάνι· γατάνιν.
-
- Κορδόνι μεταξωτό:
- Ωσάν ετσίμπαν ο αετός εκείνον το εγκόλπιν, γλυτώνει του εκ το στόμαν του και πέφτει το γατάνι (Ιμπ. 600)·
- (ως φυλαχτό):
- Καρδία μου, το γαϊτάνι σου … ετραχηλόδεσά το (Λίβ. Esc. 4090)·
- (προκ. για φρύδια «γαϊτανωτά»):
- (Ch. pop. 405)·
- φρ. πλέκω γαϊτάνιν = σκευωρώ, δολοπλοκώ εναντίον κάπ.:
- (Σαχλ. N 244).
[<μτγν. ουσ. γαϊτανόν (L‑S, λ. ‑ά τα· πβ. DGE, λ. Γαϊετανός) + κατάλ. ‑ι(ο)ν· πβ. λατ. gaitanum (linum) τον 4. αι. (Du Cange, Lat., λ. gaitanum, DGE, ό.π.) και τ. γαΐτανον τον 6.-7. αι. (LBG, λ. γαϊτάνιον). Η λ. τον 3.-4. αι. (LBG, ό.π.· βλ. και Bain, Philologus 138, 1994, 144-8), στο Meursius (‑ιον) και σήμ. (‑ι)]
- Κορδόνι μεταξωτό:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊτανίτσι(ν) το· γατανίτσι(ν).
-
- Γαϊτάνι (θωπευτ.):
- (Ιμπ. 547).
[<ουσ. γαϊτάνι + κατάλ. ‑ίτσι(ν)]
- Γαϊτάνι (θωπευτ.):