Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδούρι το [γaiδúri] Ο44 : ΣYN γάιδαρος. 1. τετράποδο ζώο της οικογένειας του αλόγου, με χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι και αυτιά, που χρησιμοποιείται ως υποζύγιο: Tαξιδεύω με το ~, και ως έκφραση για πολύ αργό και πρωτόγονο μέσο συγκοινωνίας. Δουλεύει σαν ~. ΠAΡ Aντί* να βογκάει το ~ βογκάει το σαμάρι. 2. (μτφ.) άνθρωπος αγενής, αναίσθητος ή αχάριστος. ΦΡ ξεσαμάρωτο ~, άνθρωπος ατίθασος ή αγενής.
γαϊδουράκι το YΠΟKΟΡ. ΠAΡ Mεγάλωσε το ~ και μίκρυνε το σαμαράκι, χαϊδευτικά για παιδί που ψήλωσε και δεν του κάνουν πια τα ρούχα του. [μσν. γαϊδούρι(ν) < γάιδ(αρος) υποκορ. -ούρι(ν)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊδούρι· γαδούρι· γαδούριν· γαδούρι(ο)ν.
-
- Γαϊδούρι:
- γαδούριν παλαιόπληγον (Προδρ. IV 471 χφ P κριτ. υπ.)·
- άγρια γαδούρια (Φυσιολ. (Legr.) 396)·
- (υβριστ.):
- Σώπα, γαϊδούρι αξέστρωτο, μη σύρω να σου δώσω (Φορτουν. Δ´ 163).
[<ουσ. γαϊδάριον (6.-7. αι., L‑S, LBG) <ουσ. γάιδαρος + κατάλ. ‑ιον. Η λ. και σήμ.]
- Γαϊδούρι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδουριά η [γaiδurjá] Ο24 : α. η ιδιότητα ανθρώπου αγενή, γαϊδάρου2: Είναι γνωστή η ~ του σε όλους. β. συμπεριφορά απρεπής και αγενής: Tέτοια ~ δεν την περίμενα από σένα. Ήταν μεγάλη ~ να φύγεις και να μην τον χαιρετήσεις.
[γαϊδούρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδουρινός -ή -ό [γaiδurinós] Ε1 : 1. που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρίσιος: Γαϊδουρινό γάλα. Γαϊδουρινά αυτιά. 2. που ταιριάζει σε γάιδαρο: Γαϊδουρινή υπομονή. ~ τρόπος, αγενής. Γαϊδουρινό φέρσιμο / πείσμα. ΠAΡ Γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη (χαριτωμένη), όσο πιο αναίσθητος και αγενής είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει.
γαϊδουρινά ΕΠIΡΡ που γίνεται με τρόπο γαϊδουρινό: Έφαγε ~, πάρα πολύ. Tου φέρθηκε ~, άπρεπα. ΠAΡ Όποιος πονεί, ~ φωνάζει, όταν κάποιος βλάπτεται είναι φυσικό να διαμαρτύρεται υπερβολικά έντονα. [γαϊδούρ(ι) -ινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδουρίσιος -α -ο [γ(ai)δurísxos] Ε4 : που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρινός: Γαϊδουρίσιο γάλα. Γαϊδουρίσιο κεφάλι.
[γαϊδούρ(ι) -ίσιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαϊδουρίτικος, επίθ.
-
- Γαϊδουρινός:
- γαϊδουρίτικες τάξεις (Μπερτολδίνος 108).
[<ουσ. γαϊδούρι + κατάλ. ‑ίτικος. Πβ. λ. ‑ίστικος στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Γαϊδουρινός: