Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαϊδούρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊδούρα η [γaiδúra] Ο25α : 1. θηλυκός γάιδαρος. 2. (μτφ.) γυναίκα αγενής, αναίσθητη ή αχάριστη. 3. μακριά ~, ομαδικό παιδικό παιχνίδι που παίζεται στο ύπαιθρο. γαϊδουρίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2.

[1, 2: γαϊδούρ(ι) μεγεθ. -α· 3: από παλαιότ. σημ.: `στρίποδα οικοδόμων΄· γαϊδούρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊδουράγκαθο το [γaiδuráŋgaθo] Ο41 : γενική ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια, που αποτελούν αγαπημένη τροφή των γαϊδάρων.

[γαϊδούρ(ι) + αγκάθ(ι) -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊδούρακας ο.
  • (Υβριστ.) άνθρωπος αδιάντροπος:
    • Τσι μάνητές μου βλέπεσαι μην ξεθυμάνω όλες απάνω σου, γαϊδούρακα! (Φορτουν. Γ´ 60).

[<ουσ. γαϊδούρι + κατάλ. ακας. Η λ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γαϊδουράκι το· γαδουράκι.
  • Μικρός γάιδαρος:
    • (Διήγ. ωραιότ. 920).

[<ουσ. γαϊδούρι + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες