Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδουροκαλόκαιρο το [γ(ai)δurokalókero] Ο41 : 1. (οικ.) υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι. 2. οι ζεστές μέρες στα τέλη του Οκτώβρη· το μικρό καλοκαιράκι.
[γαϊδουρο- + καλοκαίρ(ι) -ο]