Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαϊδουρινός -ή -ό [γaiδurinós] Ε1 : 1. που προέρχεται από γάιδαρο ή που ανήκει σε γάιδαρο· γαϊδουρίσιος: Γαϊδουρινό γάλα. Γαϊδουρινά αυτιά. 2. που ταιριάζει σε γάιδαρο: Γαϊδουρινή υπομονή. ~ τρόπος, αγενής. Γαϊδουρινό φέρσιμο / πείσμα. ΠAΡ Γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη (χαριτωμένη), όσο πιο αναίσθητος και αγενής είναι κάποιος, τόσο περισσότερο καλοπερνάει.
γαϊδουρινά ΕΠIΡΡ που γίνεται με τρόπο γαϊδουρινό: Έφαγε ~, πάρα πολύ. Tου φέρθηκε ~, άπρεπα. ΠAΡ Όποιος πονεί, ~ φωνάζει, όταν κάποιος βλάπτεται είναι φυσικό να διαμαρτύρεται υπερβολικά έντονα. [γαϊδούρ(ι) -ινός]