Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαϊδουριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαϊδουριά η [γaiδurjá] Ο24 : α. η ιδιότητα ανθρώπου αγενή, γαϊδάρου2: Είναι γνωστή η ~ του σε όλους. β. συμπεριφορά απρεπής και αγενής: Tέτοια ~ δεν την περίμενα από σένα. Ήταν μεγάλη ~ να φύγεις και να μην τον χαιρετήσεις.

[γαϊδούρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες