Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαυριάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γαυριάζω.
  • Εξαγριώνομαι, μαίνομαι:
    • (Διγ. Esc. 1485).

[<αόρ. του γαυριώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες