Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γατόπαρδος ο [γatóparδos] Ο20 : είδος σαρκοβόρου θηλαστικού.
[λόγ. < ιταλ. gattopardo ( [-topá-] ) -ς (δες στο λεοπάρδαλη) με μετακ. του τόνου κατά τα άλλα σύνθ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- γατόπαρδος ο,
- βλ. κατόπαρδος.