Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γατί το [γatí] Ο43 : 1. μικρή γάτα. 2. το μικρό της γάτας. 3. γάτα.
γατάκι το YΠΟKΟΡ. γατούλι το YΠΟKΟΡ. [μσν. γατί, υποκορ. της λ. γάτ(α) -ί(ον)· γατ(ί) -ούλι]
[Λεξικό Κριαρά]
- γατί το· γατί(ο)ν.
-
– Βλ. και κατίν.
- Γάτα:
- Εφάγασιν και ποντικούς … και γατία (Χρον. Μορ. P 2932)·
- νυκτερίδες, … μεγάλες … σαν γατιά (Αλεξ. 2084).
[<ουσ. γάτα ή γάτος + κατάλ. ‑ί(ον). Η λ. και σήμ.]
- Γάτα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γατίλα η [γatíla] Ο25α : η μυρωδιά της γάτας, κυρίως η δυσοσμία από τα περιττώματά της.
[γάτ(α) -ίλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γατίσιος -α -ο [γatísxos] Ε4 : που ανήκει, σχετίζεται ή μοιάζει με τη γάτα: Γατίσια μάτια. Γατίσια πονηριά.
[γάτ(α) -ίσιος]