Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστροσκόπιο το [γastroskópio] Ο40 : (ιατρ.) ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται η γαστροσκόπηση.
[λόγ. < γαλλ. gastroscope < gastro- = γαστρο- + -scope = -σκόπιον]