Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστρικός -ή -ό [γastrikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με το στομάχι: Γαστρικό υγρό. ~ πυρετός / φόρτος.
[λόγ. < γαλλ. gastrique < αρχ. γαστρ- (γαστήρ) `κοιλιά΄ -ique = -ικός]