Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστρεκτομή η [γastrektomí] Ο29 : (ιατρ.) εγχείρηση κατά την οποία αφαιρείται τμήμα του στομάχου.
[λόγ. < γαλλ. gastrectomie < gastr(o)- = γαστρ(ο)- + -ectomie = -εκτομή]