Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστραλγία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαστραλγία η [γastraljía] Ο25 : (ιατρ.) κοιλιακός πόνος.

[λόγ. < γαλλ. gastralgie < gastr(o)- = γαστρ(ο)- + -algie = -αλγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες