Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστέρα η [γastéra] Ο26 : (λαϊκότρ.) η κοιλιά.
[μσν. γαστέρα < αρχ. γαστήρ, αιτ. -έρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαστέρα η· αγαστέρα.
-
- 1) Κοιλιά:
- το βρέφος έπεσεν εκ την αυτής γαστέρα (Φλώρ. 130).
- 2) Δοχείο με πλατιά βάση και εξογκωμένη κοιλιά, πήλινο, γιάλινο, κ.ά., για κρασί ή νερό:
- μίαν γαστέρα με κρασίν επάρτε την να πιείτε (Ευγέν. 530).
[<αρχ. ουσ. γαστήρ. Η λ. τον 6. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Κοιλιά: