Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαρνιτούρα η [γarnitúra] Ο25α : πρόσθετη διακόσμηση ή απλώς το συμπλήρωμα, κυρίως σε ένα ρούχο ή σε ένα φαγητό: Kέικ με ~ σοκολάτα. Έβαλα δαντέλα για ~.
[ιταλ. guarnitura ή μσνλατ. garnitura]