Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαρμπίλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαρμπίλι το [γarbíli] Ο44 : ψιλό χαλίκι που χρησιμοποείται στην οικοδομική και στην οδοποιία· σύντριμμα.

[ίσως ιταλ. garbuglio `ανακάτωμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες