Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαριφαλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαριφαλιά η [γarifalá] Ο24 : φυτό ποώδες και πολυετές, με αρωματικά, συνήθ. άσπρα και κόκκινα, λουλούδια. γαριφαλίτσα η YΠΟKΟΡ.

[γαρίφαλ(ο) -ιά· γαριφαλ(ιά) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες