Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαρδέλι το [γarδéli] Ο44 : μικρό ωδικό πτηνό· καρδερίνα: Έστησε ξόβεργες για να πιάσει γαρδέλια.
[ιταλ. cardello (αρσ.) ή μέσω του βεν. *gardelo (πρβ. βεν. gardelin [-lín] ), πληθ. cardelli (βεν. *gardeli) που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαρδέλιον το.
-
- Το ωδικό πτηνό σπίζα η ακανθοφάγος, κοιν. καρδερίνα:
- (Μπερτόλδος 39).
[<ιταλ. cardello. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. (‑ι)]
- Το ωδικό πτηνό σπίζα η ακανθοφάγος, κοιν. καρδερίνα: