Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργαλώ [γarγaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. με ελαφρές και γρήγορες κινήσεις των δαχτύλων επάνω στο δέρμα ερεθίζω ευαίσθητες περιοχές του σώματος (μασχάλες, πατούσες κτλ.) και προκαλώ αθέλητο γέλιο: Γαργαλιέται πολύ εύκολα. Γαργάλησέ με να γελάσω, για άνοστο αστείο. || (επέκτ., ενεργ.) αισθάνομαι φαγούρα ή ελαφρό ερεθισμό σε κάποιο σημείο του σώματος: Mε γαργαλάει ο λαιμός μου. 2. (μτφ., ενεργ.) α. διεγείρω ελαφρά μια αίσθηση ή ένα αισθητήριο όργανο: H μυρωδιά του ζεστού φαγητού τού γαργαλούσε τα ρουθούνια. β. (οικ.) αισθάνομαι έντονη επιθυμία για κτ.: Tον γαργαλάει η ιδέα να τους σκαρώσει ένα αστείο.
[μσν. γαργαλώ < αρχ. γαργαλ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. γαργαλισ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαργαλώ.
-
- Γαργαλώ·
- (εδώ πιθ. αμτβ.) γαργαλιέμαι, σαλεύω από ερωτική επιθυμία(;):
- Τα μέλη σου να γαργαλούν (Περί γέρ. 159).
- (εδώ πιθ. αμτβ.) γαργαλιέμαι, σαλεύω από ερωτική επιθυμία(;):
[<γαργαλίζω. Η λ. τον 9. αι. (LBG, ‑έω) και σήμ.]
- Γαργαλώ·