Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργαλιστικός -ή -ό [γarγalistikós] Ε1 : που γαργαλάει, που διεγείρει την επιθυμία, την όρεξη για κτ.: Γαργαλιστική μυρωδιά. Γαργαλιστικό φαΐ. || Tου αρέσουν τα γαργαλιστικά αναγνώσματα, τα προκλητικά, αυτά που διεγείρουν.
[λόγ. γαργαλ(ώ) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. titillant]