Παράλληλη αναζήτηση
60 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαρ [γár] σύνδ. : (λόγ.) κυρίως σε παρενθετικό λόγο και συνήθ. ειρωνικά προκειμένου να ερμηνεύσει ο ομιλητής πράξη, συμπεριφορά, κατάσταση που έχει προαναφερθεί: Aντέδρασαν με κραυγές και ουρλιαχτά - απαίδευτοι ~.
[λόγ. < αρχ. γάρ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαρ, σύνδ.
-
- Χρησιμοποιείται πολλές φορές για παραγέμισμα του στίχου:
- πώς έχασε την ζωήν απέ τους δυο γαρ ένας (Θησ. (Foll.) I 5).
[αρχ. σύνδ. γαρ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]
- Χρησιμοποιείται πολλές φορές για παραγέμισμα του στίχου:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαρβέλιν το.
-
– Πβ. και καρβέλι.
- Κόσκινο:
- το δος εις κόσκινον ψιλόν, το δος εις το γαρβέλιν (Προδρ. II 52 χφ H κριτ. υπ. (χφ καρβέλιν· διόρθ. Eideneier)).
[<παλαιότ. ιταλ. garbello ή αραβ. ġarbēl (Eideneier, BZ 82, 1989, 77, DEI, λ. garbello· πβ. Κουκ., ΒΒΠ Ε´ 14-5)]
- Κόσκινο:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαρβής ο,
- βλ. γαρμπής.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργάλεμα το [γarγálema] Ο49 : (προφ.) γαργάλημα.
[γαργαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργαλεύω [γarγalévo] -ομαι Ρ5.2 : (προφ.) γαργαλώ.
[γαργαλ(ώ) μεταπλ. -εύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργάλημα το [γarγálima] Ο49 : η ενέργεια του γαργαλώ· γαργαλητό.
[γαργαλη- (γαργαλώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργαλητό το [γarγalitó] Ο38 : γαργάλημα.
[γαργαλ(ώ) -ητό]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαργαλίζω [γarγalízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) γαργαλώ.
[αρχ. γαργαλίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαργαλίζω.
-
- Γαργαλώ:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 682).
[αρχ. γαργαλίζω. Η λ. και σήμ.]
- Γαργαλώ: