Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαντζώνω [γandzóno] -ομαι Ρ1 : 1. πιάνω, συγκρατώ κτ. με γάντζο: Γάντζωσέ το καλά να μην πέσει. H πετονιά γαντζώθηκε στο βράχο. || (επέκτ.): Γαντζώθηκα πάνω του σαν να φοβόμουν μη μ΄ αρπάξει το κύμα. Ήταν γαντζωμένος στην άκρη της στέγης. 2. (μτφ., παθ.) μένω προσκολλημένος σε κπ. ή σε κτ. από το(ν) οποίο επιζητώ κάποιο στήριγμα: Aπό τότε που έχασε τους δικούς του γαντζώθηκε πάνω της. Γαντζώθηκε από την ελπίδα.
[γάντζ(ος) -ώνω]