Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμώτο [γamóto] & (σπάν.) γαμώτη [γamóti] (άκλ.) : (χυδ.) επιφώνημα αγανάκτησης, έκπληξης ή θαυμασμού. || (ως ουσ.) το γαμώτο, η δυσκολία: Εκεί είναι το ~. (έκφρ.) για το / ένα ~, για ένα πείσμα.
[έκφρ. γαμώ το , γαμώ τη ]