Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμώ [γamó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : (χυδ.) 1α. για άντρα που έρχεται σε σαρκική επαφή με γυναίκα: Tη γάμησε. Έχει πολύ καιρό να γαμήσει. Tους έπιασαν να γαμιούνται. β. (παθ., υβρ.) για γυναίκα με ελαστική ηθική ή για παθητικό ομοφυλόφιλο. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. ή για κτ. που μας ταλαιπωρεί, μας γίνεται φορτικό(ς), ενοχλητικό(ς): Mε γάμησε αυτή η δουλειά. Γαμήθηκα σήμερα απ΄ το πρωί. Στο τέλος θα μας γαμήσει κιόλας!, για κπ. με υπερβολικές απαιτήσεις. ΦΡ ~ και δέρνω, επιβάλλομαι τελείως, κυριαρχώ. τη γάμησα / την έχω γαμήσει, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: Φίλε, άμα ξαναπειράξεις την γκόμενα, τη γάμησες. (και) ~, για να δηλώσουμε ότι κάποιος ή κτ. είναι πολύ καλός, ωραίος, ξεχωριστός στο είδος του: Aυτό το μαγαζί είναι και ~. Είναι (και) ~ τις γκόμενες. γάμησέ τα / γάμα τα, για να δηλώσουμε τα ιδιαίτερα προβλήματα, τις μεγάλες δυσκολίες που παρουσιάζει μια υπόθεση, μια κατάσταση. δε γαμείς / δε γαμιέται, για κτ. με το οποίο δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς, παράτα το. || (υβρ.): ~ το σόι σου / τη φάρα σου / τη μάνα σου. Άι γαμήσου! || (υβρ., ως βλαστήμια) με λέξεις που αναφέρονται στα θεία χρησιμοποιείται από ορισμένους σε εκφράσεις που προσκρούουν στο θρησκευτικό συναίσθημα. β. (μππ.) εξευτελισμένος, πρόστυχος. || αναθεματισμένος: Kάθε μέρα χαλάει αυτή η γαμημένη η μηχανή.
[αρχ. γαμῶ `κάνω σεξουαλική πράξη΄ (αρχ. για τον άντρα, ελνστ. και για τη γυναίκα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαμώ.
-
- (Το ενεργ. προκ. για άντρα· το παθ. προκ. για γυναίκα) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη:
- (Φορτουν. Ε´ 237)·
- κρυφά γαμιέται πολ’τική (Σαχλ. N 255).
[αρχ. γαμέω. Η λ. και σήμ.]
- (Το ενεργ. προκ. για άντρα· το παθ. προκ. για γυναίκα) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική μίξη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμωσταυρίδι το [γamostavríδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : χυδαίο υβρεολόγιο που προσβάλλει τα θεία: Tον άρχισε στα γαμωσταυρίδια.
[έκφρ. γαμώ (το) σταυρ(ό) -ίδι κατά το βρισίδι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμώτο [γamóto] & (σπάν.) γαμώτη [γamóti] (άκλ.) : (χυδ.) επιφώνημα αγανάκτησης, έκπληξης ή θαυμασμού. || (ως ουσ.) το γαμώτο, η δυσκολία: Εκεί είναι το ~. (έκφρ.) για το / ένα ~, για ένα πείσμα.
[έκφρ. γαμώ το , γαμώ τη ]