Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμπριάτικος -η -ο [γambriátikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γαμπρό: Γαμπριάτικο κουστούμι. Γαμπριάτικα παπούτσια. || (ως ουσ.) τα γαμπριάτικα, τα ρούχα του γαμπρού.
γαμπριάτικα ΕΠIΡΡ: Πού θα πας έτσι ~ ντυμένος; [γαμπρ(ός) -ιάτικος]