Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμπάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γαμπάς ο· καμπάς, (Βυζ. Ιλιάδ. 607καπάς, (Θρ. Κύπρ. 462), (Θρ. Κύπρ. Μ 419).
  • Πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα:
    • Δίχως γαμπά … να πηαίνω ’ς τόπον … χιονισμένο (Βοσκοπ. 417).

[<βεν. gaban. Η λ. (Du Cange) και ο τ. κ‑ σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες