Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαμοτρύπα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γαμοτρύπα, επίθ. θηλ.
  • (Υβριστ. και σκωπτ.) προκ. για ανήθικη, πρόστυχη γυναίκα:
    • η αρχόντισσά του … η γαμοτρύπα (Σπανός A 238).

[<γαμώ + ουσ. τρύπα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες