Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμιόλης ο [γamnólis] Ο11 θηλ. γαμιόλα [γamnóla] Ο25α : (υβρ., χυδ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου χυδαίου, ανήθικου, πρόστυχου, έκφυλου.
[γαμ(ώ) -ιόλης κατά το καριόλης· γαμιόλ(ης) -α]