Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμησιάτικα τα [γamisxátika] Ο41 : (χυδ., λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ πληρώνω τα ~: α. πληρώνω κοροϊδίστικα λεφτά. β. υφίσταμαι τις συνέπειες χωρίς να είμαι ο (κύριος) υπαίτιος· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα κερατιάτικα.
[γαμήσ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος κατά το κερατιάτικα]