Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμήσι το [γamísi] Ο44 : (χυδ.) 1. η συνουσία. 2. (μτφ.) μεγάλη δυσκολία.
[μσν. γαμήσει το < αρχ. γαμήσειν απαρέμφ. μέλλ. του ρ. γαμῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαμήσι το.
-
- Συνουσία:
- Μετά χαράς η πολ’τική θέλει κρυφό γαμήσι (Σαχλ. N 257).
[<απαρέμφ. μέλλ. του γαμώ. Πβ. τοπων. Χαμογαμήσι σε έγγρ. του 12. αι. Η λ. και σήμ.]
- Συνουσία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμησιάτικα τα [γamisxátika] Ο41 : (χυδ., λαϊκ.) μόνο στη ΦΡ πληρώνω τα ~: α. πληρώνω κοροϊδίστικα λεφτά. β. υφίσταμαι τις συνέπειες χωρίς να είμαι ο (κύριος) υπαίτιος· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα κερατιάτικα.
[γαμήσ(ι) -ιάτικα, ουδ. πληθ. του -ιάτικος κατά το κερατιάτικα]