Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαμήλιος -α -ο [γamílios] Ε6 : που έχει σχέση με το γάμο, που αναφέρεται στο γάμο: Γαμήλια τελετή. Γαμήλιο τραπέζι / εμβατήριο / ταξίδι.
[λόγ. < αρχ. γαμήλιος]