Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλοπούλα η [γalopúla] Ο25α αρσ. γάλος [γálos] Ο18 : μεγάλο οικόσιτο πουλί, με χαρακτηριστικά μεγάλο και γυμνό από φτερά λαιμό και πρόλοβο· διάνος, κούρκος, ινδιάνος: Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχαμε ~ γεμιστή. (έκφρ.) φουσκώνει σαν γάλος, περηφανεύεται, κορδώνεται.
[γάλ(ος) -οπούλα· ιταλ. gallo (d΄India) `κόκορας της Ινδίας΄ (δες Ινδιάνος) -ς]