Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλλόφιλος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλλόφιλος -η -ο [γalófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Γάλλους ή που υποστηρίζει τα συμφέροντά τους.

[λόγ. γαλλο- + -φιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες