Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαλλισμός ο [γalizmós] Ο17 : ιδιωτισμός της γαλλικής γλώσσας ή σύνταξη που θυμίζει γαλλικό συντακτικό.
[λόγ. Γάλλ(ος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. gallicisme]