Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλιότα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γαλιότα η· γαλεόττα· γαλιόττα.
  • (Ναυτ.) ελαφρό και γρήγορο πολεμικό πλοίο, ιστιοφόρο και κωπήλατο, με ένα κατάρτι:
    • γαλιότες είκοσι κι εφτά κάτεργα (Αχέλ. 1643
    • Τας γαλεόττας δε έστειλεν όπισθεν (Δούκ. 24310).

[<βεν. galiota. Ο τ. γαλεόττα <ιταλ. galeotta. Βλ. και LBG (λ. ώτη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες