Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλιφιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλιφιά η [γalifxá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) γλυκόλογα και καλοπιάσματα: Όλα τα καταφέρνει με τις γαλιφιές του. Προσπαθεί με γαλιφιές να μας τυλίξει.

[γαλίφ(ης) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
γαλιφιά η.
  • Κολακεία, καλόπιασμα:
    • με χίλιες γαλιφιές τον κάνεις να θελήσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1167]).

[<επίθ. γαλίφος + κατάλ. ιά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες