Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γαλιάτσος ο.
-
- Κωπηλάτης σε γαλέρα:
- (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 46).
[<ουσ. γαλιότος (<βεν. galioto· πβ. γαλιότης) σε συμφ. με το ουσ. γαλιάτσα]
- Κωπηλάτης σε γαλέρα: