Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαληνεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαληνεύω [γalinévo] Ρ5.2α μππ. γαληνεμένος : 1. γίνομαι γαλήνιος· καλμάρω2: Γαλήνεψε η θάλασσα / ο καιρός. 2. (μτφ.) ηρεμώ κπ., τον κάνω να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία: H φύση σού γαληνεύει την ψυχή. || ηρεμώ: Tο πρόσωπό του γαλήνεψε. Mετά τη συζήτηση αισθάνθηκε την ψυχή του γαληνεμένη.

[λόγ.(;) < ελνστ. γαληνεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
γαληνεύω.
  • (Προκ. για θάλασσα) ησυχάζω:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4527).

[<ουσ. γαλήνη + κατάλ. εύω. Η λ. τον 4.-5. αι. (DGE) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες